λαίμαργος


λαίμαργος
Προφορά

Ετυμολογία
λαίμαργος αρχαία ελληνική λαίμαργος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαίμαργος -η, -ο

✦ φαγάς, που τρώει υπερβολικά, αχόρταγος

Συνώνυμα
άπληστος, αδηφάγος
Αντίθετα

Επιρρήματα
λαίμαργα (Κ λαιμάργως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.