λαίλαπα


λαίλαπα
Προφορά

Ετυμολογία
λαίλαπα αρχαία ελληνική λαῖλαψ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαίλαπα

✦ άνεμος εξαιρετικής σφοδρότητας, τυφώνας
✦ καταιγίδα: ο ναύτης με μόχθους ιθύνων το σκάφος εν μέσω λαιλÜπων κι εν μέσω θηρίων (Σπ. Βασιλειάδης)
(μτφ. ) μεγάλο κακό: όταν ξέσπασε η λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.