λίμνασμα


λίμνασμα
Προφορά

Ετυμολογία
λίμνασμα λιμνάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λίμνασμα

✦ η κατάσταση του στάσιμου νερού
✦ βάλτος
(μτφ. ) αδράνεια, απραξία, αποτελμάτωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.