λήψη
Προφορά
Ετυμολογία
λήψη αρχαία ελληνική λῆψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λήψη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του λαμβάνω, αποδοχή, παραλαβή: λήψη εφοδίων
✦ (ειδ.) είσπραξη: λήψη χρημάτων – δανείου
✦ εισαγωγή στον οργανισμό με κατάποση: λήψη τροφής – φαρμάκου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αποστολή, προσφορά ,παροχή
Επιρρήματα
–