λέπρα


λέπρα
Προφορά

Ετυμολογία
λέπρα αρχαία ελληνική λέπρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λέπρα

✦ χρόνια μολυσματική πάθηση που προσβάλλει το δέρμα και τα νεύρα (γνωστή και ως «νόσος του Χάνσεν»)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.