λάμια


λάμια
Προφορά

Ετυμολογία
λάμια αρχαία ελληνική λάμια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λάμια

✦ γυναίκα τερατόμορφη
(μτφ. ) κακιά και άπληστη γυναίκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.