λάλημα
Προφορά
Ετυμολογία
λάλημα αρχαία ελληνική λάλημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λάλημα
✦ φωνή, λαλιά: με ουράνιο λάλημα να ειπώ τραγούδια θεία (Ιάκ. Πολυλάς)
✦ κράξιμο, κελάδημα: δίχως λαλήματα τερπνά να σε ξυπνάνε (Μ. Μαλακάσης)
✦ ήχος μουσικού οργάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–