λάκημα


λάκημα
Προφορά

Ετυμολογία
λάκημα μεσαιωνική ελληνική λάκημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λάκημα

✦ φυγή, φευγάλα, ιδ. προ εχθρού ή αντιπάλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.