λάιτ


λάιτ
Προφορά

Ετυμολογία
λάιτ └αγγλ┘light

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ λάιτ

✦ στη βιομηχανία των τροφίμων, η λ. για να χαρακτηρίσει προϊόντα τα οποία δεν περιέχουν πλούσια συστατικά ιδ. λιπαρά, ελαφρύς: γάλα – μαγιονέζα λάιτ
(μτφ. ) που δεν προκαλεί κούραση σωματική ή διανοητική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.