κύμα


κύμα
Προφορά

Ετυμολογία
κύμα αρχαία ελληνική κῦμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κύμα

✦ φούσκωμα του νερού, σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό
✦ καθετί παρόμοιο κατά τη μορφή ή την κίνηση
(μτφ. ) φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο μεγάλης εντάσεως, συνήθως βλαπτικό: κύμα κακοκαιρίας – διαφθοράς
✦ (φυσ.) παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.