κύλινδρος


κύλινδρος
Προφορά

Ετυμολογία
κύλινδρος αρχαία ελληνική κύλινδρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κύλινδρος

✦ γεωμετρικό σώμα, στρογγυλό και επίμηκες, που καταλήγει σε δύο κυκλικές παράλληλες βάσεις
✦ η κυρτή επιφάνεια του σώματος αυτού
✦ χειρόγραφο από περγαμηνή ή πάπυρο τυλιγμένο σε ξύλινη ράβδο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.