κότσι
Προφορά
Ετυμολογία
κότσι μεσαιωνική ελληνική κότσιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κότσι
✦ ο αστράγαλος του ποδιού
✦ (στον πληθ.) κότσια, η σωματική ή ηθική αντοχή: φρ. βαστάνε τα κότσια του, είναι αρκετά δυνατός, κρατιέται καλά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–