κότσαλο


κότσαλο
Προφορά

Ετυμολογία
κότσαλο κατά Μ. Φιλήντα από το κόψανον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κότσαλο

✦ το μέρος του σταχυού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.