κόρνφλεϊκς


κόρνφλεϊκς
Προφορά

Ετυμολογία
κόρνφλεϊκς └αγγλ┘corn flakes

Ερμηνεία
κόρνφλεϊκς

✦ άκλ. ουσ. τυποποιημένο προϊόν, χοντροαλεσμένο καλαμπόκι που έχει ψηθεί ώστε να σχηματισθούν τραγανές νιφάδες, κατάλληλο για πρωινό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.