κόμμι


κόμμι
Προφορά

Ετυμολογία
κόμμι αρχαία ελληνική κόμμι

Ερμηνεία
κόμμι

✦ (χωρίς πληθυντ.) κολλώδης ουσία που εκκρίνουν διάφορα δέντρα, γόμα
✦ ελαστικό κόμμι, το καουτσούκ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.