κόμβος


κόμβος
Προφορά

Ετυμολογία
κόμβος αρχαία ελληνική κόμβος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κόμβος

✦ ο κόμπος
✦ αφετηρία ή διασταύρωση δρόμων, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων ή αεροπορικών γραμμών όπου η κίνηση είναι αυξημένη: συγκοινωνιακός – σιδηροδρομικός κόμβος
✦ (κ. κόμπος) ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σ’ ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.