κόλαση
Προφορά
Ετυμολογία
κόλαση αρχαία ελληνική κόλασις (= τιμωρία)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κόλαση
✦ τιμωρία, κολασμός
✦ κατά τη χριστιανική διδασκαλία, ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών
✦ (μτφ. ) κατάσταση βασανιστική, συνθήκες ζωής όπου κανείς υποφέρει πολύ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παράδεισος
Επιρρήματα
–