κόκαλο
Προφορά
Ετυμολογία
κόκαλο αρχαία ελληνική ὁ κόκκαλος, που έγινε └ουδ┘ κατά το ὀστοῦν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κόκαλο
✦ καθένα από τα σκληρά μέρη του σκελετού των σπονδυλωτών, οστό
✦ κοκαλένιο εργαλείο
✦ (μτφ. ) δυσκολία
✦ φρ. γερό κόκαλο, άνθρωπος πολύ ανθεκτικός στις δυσμενείς καιρικές ή άλλες συνθήκες – έμεινα κόκαλο, έμεινα άναυδος – πετσί και κόκαλο, πολύ αδύνατος, κάτισχνος – έφθασε το μαχαίρι στο κόκαλο, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο ανεκτικότητας – (παροιμ.) η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, εκφράσεις και χαρακτηρισμοί μπορούν να συντρίψουν εκείνον εις βάρος του οποίου λέγονται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–