κυνόδηκτος


κυνόδηκτος
Προφορά

Ετυμολογία
κυνόδηκτος αρχαία ελληνική κυνόδηκτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυνόδηκτος -η, -ο

✦ αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει σκύλος
✦ αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.