κυνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κυνισμός μεταγενέστερη ελληνική κυνισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κυνισμός
✦ η φιλοσοφία των κυνικών
✦ αδιάντροπη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από περιφρόνηση των παραδεδεγμένων κανόνων, ξετσιπωσιά
Συνώνυμα
κυνικότητα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–