κυνικός


κυνικός
Προφορά

Ετυμολογία
κυνικός αρχαία ελληνική κυνικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυνικός -ή, -ό

✦ σκυλίσιος
✦ ο αναφερόμενος στους κυνόδοντες
✦ ο σχετικός με τον αστερισμό του Κυνός: κυνικά καύματα (οι πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού)
✦ (φιλοσ.) κυνικοί, κύκλος αρχαίων φιλοσόφων που περιφρονούσαν την κοινωνική συμβατικότητα
(μτφ. ) αδιάντροπα ειλικρινής, ωμός: κυνική απάντηση – συμπεριφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κυνικά (Κ κυνικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.