κυνηγώ
Προφορά
Ετυμολογία
κυνηγώ αρχαία ελληνική κυνηγῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κυνηγώ -άς, -ά
✦ βγαίνω στο κυνήγι
✦ ασχολούμαι συστηματικά με το κυνήγι
✦ επιδιώκω να σκοτώσω ή να συλλάβω θήραμα
✦ (μτφ. ) καταδιώκω
✦ κατατρέχω: τον κυνηγά ο προϊστάμενός του
✦ (μτφ. ) επιδιώκω να συναντήσω κάποιον
✦ (μτφ. ) επιδιώκω να αποκτήσω ή να κατακτήσω: κυνηγά τις γυναίκες των φίλων του ο μασκαράς
✦ (μτφ. ) παρακολουθώ προσεκτικά, νοιάζομαι: πρέπει να το κυνηγά το παιδί για να διαβάσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–