κυνήγι
Προφορά
Ετυμολογία
κυνήγι μεσαιωνική ελληνική κυνήγιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κυνήγι
✦ καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό το σκότωμα ή τη σύλληψή τους, θήρα
✦ το θήραμα
✦ (μτφ. ) επίμονη αναζήτηση, επιδίωξη: το κυνήγι της τύχης – του πλούτου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–