κυλώ


κυλώ
Προφορά

Ετυμολογία
κυλώ ἐκύλισα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού κυλίω

Ερμηνεία
ρήμα κυλώ -άς, -ά

✦ μετακινώ κάτι σε επιφάνεια στρέφοντάς το, τσουλώ
✦ κινώ προς τα κάτω
✦ ρέω: κάτω από τα πόδια του, το κατάμαυρο ποτάμι κυλάει γοργό (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (αμτβ.) παρέρχομαι: πολύς καιρός κύλησε από τότε – κυλούν τα χρόνια
✦ (μέσ.) κυλιέμαι κ. κυλιούμαι, στρέφομαι πάνω σε μιαν επιφάνεια γύρω από το σώμα μου, περιστρέφομαι: κυλιότανε ηδονικά στο χορτάρι (Γ. Θεοτοκάς) – δε σου ‘λαχε, να πούμε, να κυλιστείς με το κορίτσι σου πάνω σε χορτάρι; (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) συναναστρέφομαι ανήθικα πρόσωπα ή συχνάζω σε κακόφημα μέρη: κυλίστηκε στο βούρκο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.