κυλικείο
Προφορά
Ετυμολογία
κυλικείο αρχαία ελληνική κυλικεῖον (= τραπέζι με ποτήρια)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κυλικείο
✦ τραπέζι με μεζέδες και ποτά για προσκαλεσμένους, μπουφές
✦ διαμέρισμα πλοίου, σιδηροδρόμου κτλ., όπου πουλιούνται ποτά και μεζέδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–