κυλίστρα
Προφορά
Ετυμολογία
κυλίστρα αρχαία ελληνική κυλίστρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κυλίστρα
✦ επίπεδο μέρος σκεπασμένο με άμμο όπου κυλιούνται τα ζώα
✦ λείο και επικλινές επίπεδο όπου γλιστρούν, παίζοντας, τα παιδιά, τσουλήθρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–