κυβισμός


κυβισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κυβισμός μεταγενέστερη ελληνική κυβισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κυβισμός

✦ μέτρηση του όγκου ενός σώματος ή μιας ποσότητας υλικών σε κυβικά μέτρα
✦ ύψωση αριθμού στον κύβο
✦ αισθητικό κίνημα των αρχών του 20ου αι., που εκφράστηκε με την απεικόνιση των αντικειμένων σε ρυθμό γεωμετρικό, όπου προβάλλονται έντονα οι όγκοι και τα επίπεδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.