κυβικός


κυβικός
Προφορά

Ετυμολογία
κυβικός αρχαία ελληνική κυβικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυβικός -ή, -ό

✦ ο του κύβου
✦ (μαθημ.) κυβικό (μέτρο), μονάδα μετρήσεως του όγκου, ίση με κύβο που η κάθε πλευρά του είναι 1 μέτρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.