κυβευτής


κυβευτής
Προφορά

Ετυμολογία
κυβευτής αρχαία ελληνική κυβευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κυβευτής

✦ θηλ. κυβεύτρια που παίζει ζάρια
✦ που ασκεί κυβεία (βλ. λ.) στο χρηματιστήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.