κυβερνώ
Προφορά
Ετυμολογία
κυβερνώ αρχαία ελληνική κυβερνάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κυβερνώ -άς, -ά
✦ διευθύνω, διοικώ
✦ (ειδ.) ασκώ την εκτελεστική εξουσία σε μια χώρα
✦ (μτφ. ) ρυθμίζω αποφασιστικά: η μοίρα κυβερνά τη ζωή μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–