κυβερνητικός


κυβερνητικός
Προφορά

Ετυμολογία
κυβερνητικός αρχαία ελληνική κυβερνητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυβερνητικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την κυβέρνηση, που ανήκει στην κυβέρνηση ή απορρέει από την κυβέρνηση μιας χώρας: κυβερνητική πρωτοβουλία – κυβερνητικά μέτρα
✦ ο φιλικός προς την κυβέρνηση: κυβερνητικός τύπος
✦ (για πρόσ.) που εκπροσωπεί την κυβέρνηση ή πρόσκειται στην κυβέρνηση: κυβερνητικός βουλευτής – επίτροπος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αντικυβερνητικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.