κυβίζω


κυβίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κυβίζω μεταγενέστερη ελληνική κυβίζω

Ερμηνεία
ρήμα κυβίζω

✦ υψώνω αριθμό στον κύβο
✦ βρίσκω τον όγκο, τα κυβικά αντικειμένου ή ποσότητας υλικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.