κυάνωση


κυάνωση
Προφορά

Ετυμολογία
κυάνωση μεταγενέστερη ελληνική κυάνωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κυάνωση

✦ η αλλαγή του χρώματος προς το κυανό |(ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία, το δέρμα και οι βλεννογόνοι παίρνουν υποκύανη ή μελανή χροιά, όταν δεν οξυγονώνεται καλά το αίμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.