κρύσταλλο
Προφορά
Ετυμολογία
κρύσταλλο αρχαία ελληνική ὁ κρύσταλλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρύσταλλο
✦ κομμάτι από διαυγή πάγο
✦ η κρυσταλλωμένη πάχνη
✦ κομμάτι από κρυσταλλικό γυαλί
✦ σκεύος από κρυσταλλικό γυαλί
✦ καθρέφτης· βλ. κ. κρύσταλλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–