κρύπτη
Προφορά
Ετυμολογία
κρύπτη μεταγενέστερη ελληνική κρύπτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κρύπτη
✦ μέρος, όπου μπορεί να κρυφτεί κανείς ή να κρύψει κάτι
✦ υπόγειος χώρος που χρησίμευε κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους ως καταφύγιο ή ως λειψανοθήκη μαρτύρων
Συνώνυμα
κρυψώνας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–