κρύβω


κρύβω
Προφορά

Ετυμολογία
κρύβω μεταγενέστερη ελληνική κρύβω

Ερμηνεία
ρήμα κρύβω

✦ βάζω κάτι σε μυστικό μέρος, για να μη το βλέπουν οι άλλοι, σκεπάζω
✦ αποσιωπώ
✦ (μέσ.) κρύβομαι, δεν φανερώνω τις προθέσεις μου ή τα αισθήματά μου
✦ φρ. κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, για κάποιον που προσπαθεί με αδέξιο τρόπο να αρνηθεί κάτι εμφανές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.