κρότος
Προφορά
Ετυμολογία
κρότος αρχαία ελληνική κρότος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κρότος
✦ δυνατός και ξερός ήχος από κρούση: αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον (Κ. Καβάφης)
✦ (μτφ. ) ισχυρή εντύπωση: η εμφάνισή της έκανε κρότο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–