κρυψώνας


κρυψώνας
Προφορά

Ετυμολογία
κρυψώνας αρχαία ελληνική κρύψις

Ερμηνεία
κρυψώνας

✦ το μέρος όπου κρύβει κανείς κάτι ή κρύβεται ο ίδιος: είχε κάνει μια τρύπα στην κρυψώνα του, για να βλέπει το ηλιοβασίλεμα (Διδώ Σωτηρίου) – πες στις ιέρειες να μας βγάλουν απ’ τον κρυψώνα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.