κρυφός


κρυφός
Προφορά

Ετυμολογία
κρυφός από αρχαία ελληνική σύνθετα καθώς κρυφογαμία, κρυφοδάκτης κ.τ.ό. ή από το μεταγενέστερη ελληνική κρύφω (= κρύπτω)

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρυφός -ή, -ό

✦ όχι γνωστός στους άλλους
✦ που δεν εκδηλώνεται, μυστικός
✦ (για πρόσ.) που δεν κοινολογεί τα μυστικά του, τις ψυχικές του διαθέσεις, κρυψίνους
✦ το ουδ. κρυφό ως ουσ., μυστικό, απόρρητο: δε γυρεύω ξένο, δε ρωτάω κρυφό (Κ. Χατζόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
φανερός
Επιρρήματα
κρυφά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.