κρυοπηξία
Προφορά
Ετυμολογία
κρυοπηξία κρύο- + -πηξία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κρυοπηξία
✦ (ιατρ.) θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εφαρμόζεται τοπική ψύξη, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, σε ιστούς που φλεγμαίνουν, σε αιμορραγούσες επιφάνειες κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–