κρούω
Προφορά
Ετυμολογία
κρούω αρχαία ελληνική κρούω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κρούω
✦ χτυπώ: σαν έφτασε μπρος στη βαριά πόρτα… κι έκρουσε το μάνταλο (Μ. Καραγάτσης)
✦ (ειδ.) πλήττω, χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου: το φώνημά της αγαπώ, το τρέμον ως κιθάρα κρουσμένη (Άγγ. Βλάχος)
✦ φρ. κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, προαναγγέλλω επερχόμενο κίνδυνο
✦ (μτφ. ) ταράζω τα συλλογικά (βλ. κ. κρουσμένος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–