κρούσταλλο
Προφορά
Ετυμολογία
κρούσταλλο μεσαιωνική ελληνική κρούσταλλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρούσταλλο
✦ κρύσταλλο
✦ πάγος ή επίπαγος που σχηματίζεται από το ατμοσφαιρικό ψύχος: να λιώσουνε τα κρούσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια (δημ. τραγ.) – εδώ που η παγωνιά πολλή, τα κρούσταλλα άλλα τόσα (Μ. Μαλακάσης)
✦ καθετί πολύ κρύο, παγωμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–