κρούσμα


κρούσμα
Προφορά

Ετυμολογία
κρούσμα μεταγενέστερη ελληνική κροῦσμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κρούσμα

✦ κάθε περίπτωση προσβολής ατόμου από μολυσματική αρρώστια: διαπιστώθηκαν κρούσματα χολέρας
✦ κάθε παράβαση ποινικού ή ηθικού νόμου: νέα κρούσματα δωροληψίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.