κρουνός
Προφορά
Ετυμολογία
κρουνός αρχαία ελληνική κρουνός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κρουνός
✦ σωλήνας απ’ όπου τρέχει νερό, η κάνουλα
✦ (μτφ. ) πλήθος, αφθονία, συν. υγρού: τα μολυβένια σύννεφα που αναλύονταν σ’ αστείρευτους κρουνούς (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–