κριτικός
Προφορά
Ετυμολογία
κριτικός αρχαία ελληνική κριτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κριτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην κρίση ή τον κριτή
✦ ο ικανός να κρίνει, που έχει κρίση
✦ ο, η κριτικός ως ουσ., ο ασχολούμενος με τη λογοτεχνική ή καλλιτεχνική κριτική
✦ θηλ. η κριτική (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–