κριτήριο
Προφορά
Ετυμολογία
κριτήριο αρχαία ελληνική κριτήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κριτήριο
✦ μέτρο για τη διαμόρφωση κρίσης: οι προσλήψεις έγιναν με κομματικά κριτήρια – οι ερευνητές θα αξιολογηθούν με κριτήριο την επιστημονική τους επάρκεια
✦ ο τόπος όπου έχει την έδρα του ο κριτής, δικαστήριο: καθίσαν τον αθώο στο σκαμνί του κριτηρίου (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–