κρινόλευκος


κρινόλευκος
Προφορά

Ετυμολογία
κρινόλευκος κρίνος + λευκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρινόλευκος -η, -ο

✦ ο λευκός σαν κρίνος: κι ή σε κρινόλευκο κλινάρι απαλογείρω (Γ. Δελής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.