κρινολίνο
Προφορά
Ετυμολογία
κρινολίνο └ιταλ┘crinolino
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρινολίνο
✦ είδος φορέματος, που ήταν της μόδας στα μέσα του 19ου αι., με μακριά και φουσκωτή φούστα: κυρίες, με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–