κρινοδάχτυλος
Προφορά
Ετυμολογία
κρινοδάχτυλος κρίνος + δάκτυλον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κρινοδάχτυλος -η, -ο
✦ που έχει δάχτυλα κρινένια (μακριά, λεπτά στην άκρη και λευκά όπως ο κρίνος): κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–