κρινένιος


κρινένιος
Προφορά

Ετυμολογία
κρινένιος κρίνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρινένιος -ια, -ιο

✦ ο χαρακτηριστικός του κρίνου ή ο όμοιος με κρίνο: κρινένια δάχτυλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.